- εγγοβολιά
- και φεγγοβολία, η, Νακτινοβολία, λάμψη («ρίχνει τ' αστέρι τού Καιρού χλομή φεγγοβολιά», Παλαμ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγοβόλος. Ο τ. φεγγοβολιά μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.